ΙΣΤΟΡΙΑ 45 ΚΑΙ 46


  1. Ιστορία 45 φτέρη και μπαμπου ' 2018-05-18

  Ήταν μια φαινομενικά συνηθισμένη μέρα όταν αποφάσισα να
παραιτηθώ... Τελείως ξαφνικά πήρα την απόφαση να παραιτηθώ από τη δουλειά
μου, από τη σχέση μου και τελικά από την πνευματικότητά μου. Απλά ήθελα
να παραιτηθώ από τη ζωή μου. Αλλά πριν από αυτό, πήγα στο δάσος για να
κάνω μια τελευταία κουβέντα με τον Θεό. Ρώτησα: « Θεέ, μπορείς να μου
πεις ένα καλό λόγο γιατί να μην παραιτηθώ;» Η απάντησή του με εξέπληξε
στα αλήθεια. «Κοίτα γύρω σου.» Είπε: «Βλέπεις την φτέρη και το μπαμπού;»
Απάντησα: «Ναι. Όταν φύτεψα την φτέρη και τους σπόρους μπαμπού, τα
φρόντισα πολύ καλά. Τους έδωσα φως. Τους έδωσα νερό. Η φτέρη μεγάλωσε
γρήγορα.» Το καταπληκτικό της πράσινο κάλυψε το έδαφος. Αλλά ακόμα δεν
είχε βγει τίποτα από τον σπόρο του μπαμπού. Όμως δεν παραιτήθηκα από την
φροντίδα του. Τον δεύτερο χρόνο η φτέρη ήταν άφθονη και μέσα στη
ζωντάνια. Όμως τίποτα ακόμα δεν γινόταν με το μπαμπού. Και πάλι όμως δεν
παραιτήθηκα από την φροντίδα του. Είπε: «Τον τρίτο χρόνο δεν υπήρχε
ακόμα τίποτα από το μπαμπού. Αλλά δεν παραιτήθηκα. Τον τέταρτο χρόνο, τα
ίδια. Δεν παραιτήθηκα». «Τότε τον πέμπτο χρόνο ένα μικροσκοπικό
βλαστάρι ξεφύτρωσε από την γη. Σε σύγκριση με την φτέρη ήταν φαινομενικά
μικρό και ασήμαντο. Αλλά 6 μήνες αργότερα το μπαμπού αυξήθηκε σε ύψος
και πέρασε τα 30 μέτρα. Πέρασαν πέντε χρόνια για να μεγαλώσουν οι ρίζες
του. Αυτές οι ρίζες το έκαναν δυνατό και του έδωσαν αυτό που χρειαζόταν
για να επιβιώσει. Δε θα έδινα σε κανένα από τα δημιουργήματά μου μια
πρόκληση που δε θα μπορούσε να αντιμετωπίσει.» Μετά από αυτό, με ρώτησε:
«Ήξερες παιδί μου ότι όλο αυτό τον καιρό πάλευες; Ότι ουσιαστικά
μεγάλωναν οι ρίζες σου; Δεν παραιτήθηκα με το μπαμπού. Δεν θα τα
παρατήσω ποτέ με εσένα.» «Μην συγκρίνεις τον εαυτό σου με τους άλλους»,
πρόσθεσε. «Το μπαμπού είχε διαφορετικό σκοπό από την φτέρη. Και όμως,
και τα δύο έκαναν το δάσος πανέμορφο.» Και μετά μου είπε: «Θα έρθει και η
δικιά σου ώρα». «Θα ανέβεις ψηλά.» Τον ρώτησα: «Πόσο ψηλά θα ανέβω;»
«Πόσο ψηλά ανέβηκε το μπαμπού;» ρώτησε Αυτός. Ήμουν μπερδεμένη: «Όσο
ψηλά μπορούσε;» «Ναι», είπε. «Δείξε μου το μεγαλείο σου, ανεβαίνοντας
όσο πιο ψηλά μπορείς.» Μετά από αυτή την συζήτηση άφησα το δάσος και
έγραψα αυτή την εκπληκτική ιστορία. Ελπίζω ειλικρινά ότι αυτές οι λέξεις
θα σας βοηθήσουν να δείτε ότι ο Θεός δε θα σας εγκαταλείψει ποτέ. Δεν
πρέπει ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ να παραιτηθείτε.




Ιστορία 46  Το όμορφο χαλί ' 2018-06-25

  

Μια φορά κι έναν καιρό στα βάθη της Περσίας ήταν το πιο
όμορφο, το πιο πολύτιμο, το πιο ακριβό και ξεχωριστό χαλί του κόσμου. Το
διακοσμούσαν παραστάσεις που περιέγραφαν τη χαρά της ζωής και ήταν
κατασκευασμένο από μετάξι και ίνες από χρυσό και ασήμι. Ο ιδιοκτήτης
του, ένας έμπορος χαλιών, ήταν τόσο περήφανος για το απόκτημά του, που
αντί να το κρεμάσει, όπως και όλα τα άλλα χαλιά, το έστρωσε στην είσοδο,
για να το καμαρώνει ο ίδιος αλλά και για να είναι το πρώτο πράγμα που
θα έβλεπε ο κάθε πελάτης την ώρα που θα έμπαινε στο μαγαζί του.


Έτσι η φήμη για την ομορφιά του χαλιού εξαπλώθηκε στα πέρατα της
οικουμένης και χιλιάδες κόσμου συνέρρεαν στο κατάστημα, για να θαυμάσουν
αυτό το μοναδικό χαλί. Ο έμπορος ούτε για μια στιγμή δε διανοήθηκε να
το πουλήσει, όμως κατάφερε να πουλήσει αμέτρητα χαλιά σε πολύ ακριβές
τιμές. Η προσφορά λοιπόν του χαλιού μας ήταν τεράστια. Ένιωθε να το
πλημμυρίζει η ευτυχία, γιατί έκανε πάμπλουτο και τον ιδιοκτήτη του και
την οικογένειά του, έκανε όμως χαρούμενους και χιλιάδες ανθρώπους, που
θαυμάζοντας ένα τέτοιο σπάνιο αντικείμενο τέχνης γέμιζαν τα μάτια τους
και τις ψυχές τους με απίστευτη ομορφιά.

Δυστυχώς η ευτυχία του καταστηματάρχη και του χαλιού δεν κράτησαν για
πάντα. Με την πάροδο του χρόνου, επειδή όλοι το πατούσαν ασταμάτητα
χωρίς να σκεφτούν ότι κι αυτό ήταν φθαρτό και θα μπορούσε να
καταστραφεί, άρχισε να λερώνεται, να ξεθωριάζει και να ξεφτίζει. Τότε το
κυρίευσε ο πανικός και προσπαθούσε συνέχεια να φαίνεται πιο όμορφο,
τεντωνόταν και φώναζε σε κάθε επισκέπτη: «Σε παρακαλώ, πέρασε, μπορείς
να με κάνεις ό τι θέλεις, πάτα με κι άλλο!». Νόμιζε το δύστυχο ότι όσο
πιο πολύ το πατούσαν, όσο πιο πολλά πρόσφερε στους ανθρώπους, τόσο πιο
πολύ θα το αγαπούσαν και θα γίνονταν κι αυτοί αλλά και το ίδιο
ευτυχισμένοι.

Η πραγματικότητα όμως ήταν άλλη. Μπορεί να συνέχιζαν να το πατάνε,
έπαψαν όμως να του δίνουν και σημασία κι αυτό, παρά τις αγωνιώδεις
προσπάθειές του, φθειρόταν ολοένα και η αρχική αγαλλίασή του
μετατρεπόταν σε δυσαρέσκεια, θυμό και φόβο που το δηλητηρίαζαν κάθε
λεπτό της ημέρας. Ο έμπορος έπαψε φυσικά να είναι περήφανος γι' αυτό και
το κοίταζε με περιφρόνηση στην αρχή και με θυμό στη συνέχεια, γιατί οι
πελάτες είχαν λιγοστέψει πολύ και ο ίδιος, όντας και πολύ επιπόλαιος,
είχε φτωχύνει ξανά.

Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε μια μέρα, όταν ένας πελάτης μπαίνοντας στο
μαγαζί είπε: «Τι το θέλεις αυτό το παλιόχαλο στην είσοδο του μαγαζιού
σου; Αυτό το ξεφτισμένο και ξεθωριασμένο κουρέλι είναι για πέταμα!». Το
κακόμοιρο το χαλί μας λοιπόν, έχοντας χάσει όλη του την ομορφιά,
διαλυμένο και βαθύτατα δυστυχισμένο, κατέληξε πεταμένο στη γωνιά μιας
σκοτεινής και υγρής αποθήκης, παρέα με τα ποντίκια που κι αυτά δεν το
σεβάστηκαν και το ροκάνιζαν καθημερινά δίνοντάς του ακόμα μεγαλύτερο
πόνο